«Είναι προφανές λοιπόν οι γιατροί της ΜΕΘ εξωθήθηκαν σε παραίτηση. Το νοσοκομείο Ρεθύμνου είναι πλέον στο «χείλος του γκρεμού»
Ηχηρό μήνυμα εξάντλησης αντοχών και λειτουργικής κατάρρευσης του ΕΣΥ χαρακτήρισε ο τομεάρχης Υγείας του ΣΥΡΙΖΑ, Ανδρέας Ξάνθος τις ταυτόχρονες παραιτήσεις όλων των γιατρών της ΜΕΘ στο Νοσοκομείο Ρεθύμνου.
Δείτε: Παραιτήθηκαν ο διευθυντής και όλοι οι γιατροί της ΜΕΘ του νοσοκομείου Ρεθύμνου!
«Οι ταυτόχρονες παραιτήσεις όλων των γιατρών της ΜΕΘ δεν είναι απλώς μια «κραυγή αγωνίας», δεν είναι ένα «καμπανάκι κινδύνου», είναι ένα ηχηρό μήνυμα εξάντλησης αντοχών και λειτουργικής κατάρρευσης του νοσοκομείου» τόνισε ο Ανδρέας Ξάνθος.
Ο ίδιος σε ανακοίνωσή του υπογραμμίζει πως όπως πρόκειται από την περίπτωση του Νοσοκομείου Ρεθύμνου, «πόσο άστοχη και υπονομευτική για την προοπτική του νοσοκομείου Ρεθύμνου, ήταν η εξαίρεση του από την ενίσχυση των ΜΕΘ (με κλίνες και προσωπικό) που σχεδίασε το Υπουργείο Υγείας».
«Αντί για έμπρακτη αναγνώριση της διαχρονικής προσφοράς της ΜΕΘ στην αξιόπιστη λειτουργία του νοσοκομείου και στην ποιότητα και της δημόσιας περίθαλψης στο Νομό, η Διοίκηση του Νοσοκομείου και της 7η ΥΠΕ αποφάσισαν να την υποβαθμίσουν ακόμα περισσότερο, υποχρεώνοντας τους γιατρούς της να αναλάβουν, πέραν της φροντίδας των νοσηλευόμενων ασθενών, και την ευθύνη της διασωλήνωσης βαρέως πασχόντων στο ΤΕΠ και τις διακομιδές σοβαρών περιστατικών από οποιοδήποτε τμήμα του νοσοκομείου! Αυτό είναι μια πρωτοφανής για τα χρονικά του ΕΣΥ απαίτηση, η οποία ακυρώνει το ρόλο εξειδικευμένων εντατικολόγων και υποβαθμίζει το ιατρικό έργο σε ένα τμήμα ζωτικής σημασίας όπως η ΜΕΘ. Και μάλιστα στην αιχμή του 4ου επιδημικού κύματος και της αυξημένης ζήτησης κλινών ΜΕΘ σε όλη τη χώρα» σημειώνει ο Ανδρέας Ξανθός.
Καταλήγει ότι «είναι προφανές λοιπόν οι γιατροί της ΜΕΘ εξωθήθηκαν σε παραίτηση. Το νοσοκομείο Ρεθύμνου είναι πλέον στο «χείλος του γκρεμού».
Ακολουθεί ολόκληρη η δήλωση του Ανδρέα Ξανθού
«Η κρίση που σοβεί εδώ και καιρό στο Νοσοκομείο Ρεθύμνου, έχει πάρει πλέον ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Επειδή η πανδημία αύξησε την πίεση στο σύστημα αλλά κυρίως επειδή το Υπουργείο Υγείας και η 7η ΥΠΕ δεν είχαν την πολιτική βούληση και την αποφασιστικότητα να στηρίξουν το ΕΣΥ και το μοναδικό νοσηλευτικό ίδρυμα του Νομού.
Οι ταυτόχρονες παραιτήσεις όλων των γιατρών της ΜΕΘ δεν είναι απλώς μια «κραυγή αγωνίας», δεν είναι ένα «καμπανάκι κινδύνου», είναι ένα ηχηρό μήνυμα εξάντλησης αντοχών και λειτουργικής κατάρρευσης του νοσοκομείου.
Επιβεβαιώνεται με δραματικό τρόπο πόσο άστοχη και υπονομευτική για την προοπτική του νοσοκομείου Ρεθύμνου, ήταν η εξαίρεση του από την ενίσχυση των ΜΕΘ (με κλίνες και προσωπικό) που σχεδίασε το Υπουργείο Υγείας. Ενώ η ΜΕΘ και το προσωπικό της κλήθηκαν χωρίς στήριξη να αναπτύξουν επιπλέον κλίνες και να νοσηλεύσουν περιστατικά covid, δεν υπήρξε η παραμικρή μέριμνα να στελεχωθεί με επιπλέον ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό. Αντί για έμπρακτη αναγνώριση της διαχρονικής προσφοράς της ΜΕΘ στην αξιόπιστη λειτουργία του νοσοκομείου και στην ποιότητα και της δημόσιας περίθαλψης στο Νομό, η Διοίκηση του Νοσοκομείου και της 7η ΥΠΕ αποφάσισαν να την υποβαθμίσουν ακόμα περισσότερο, υποχρεώνοντας τους γιατρούς της να αναλάβουν, πέραν της φροντίδας των νοσηλευόμενων ασθενών, και την ευθύνη της διασωλήνωσης βαρέως πασχόντων στο ΤΕΠ και τις διακομιδές σοβαρών περιστατικών από οποιοδήποτε τμήμα του νοσοκομείου! Αυτό είναι μια πρωτοφανής για τα χρονικά του ΕΣΥ απαίτηση, η οποία ακυρώνει το ρόλο εξειδικευμένων εντατικολόγων και υποβαθμίζει το ιατρικό έργο σε ένα τμήμα ζωτικής σημασίας όπως η ΜΕΘ. Και μάλιστα στην αιχμή του 4ου επιδημικού κύματος και της αυξημένης ζήτησης κλινών ΜΕΘ σε όλη τη χώρα.
Είναι προφανές λοιπόν οι γιατροί της ΜΕΘ εξωθήθηκαν σε παραίτηση. Το νοσοκομείο Ρεθύμνου είναι πλέον στο «χείλος του γκρεμού».
Ή θα προκύψει μια γενναία παρέμβαση επιβίωσης και προοπτικής , με ουσιαστική και μόνιμη ενίσχυση όλων των κρίσιμων «κρίκων» του ( ΤΕΠ, ΜΕΘ, Αναισθησιολογικό, Παθολογική, κλινική covid, εργαστήρια κλπ) ή η πορεία απαξίωσης του Ιδρύματος θα είναι μη αναστρέψιμη. Η επιλογή είναι αποκλειστική ευθύνη της νέας πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Υγείας και συνολικά της κυβέρνησης».